πευκιάς
Смотреть что такое "πευκιάς" в других словарях:
πευκιάς — ο, Ν πευκώνας, δάσος με πεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + κατάλ. ιάς (πρβλ. χιον ιάς)] … Dictionary of Greek
πευκιάς — ο πευκώνας, δάσος από πεύκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πευκόδασο — το δάσος από πεύκα, πευκιάς, πευκώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πευκώνας — ο πευκόδασο, πευκιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)